ΠΡΟΪΟΝΤΑ

Είσοδος



Home


Σταγόνες Ιστορίας

 

 

Ξενίζει  τον ερευνητή της Παλιάς Αθήνας η ποικιλία των προσφερόμενων τροφίμων, ακόμη και την περίοδο του Όθωνα (1834-1862). Μια περίοδο, όπου η καταταλαιπωρημένη από την οθωμανική κατοχή πόλη μας προσπαθούσε να ορθοποδήσει. Η επιτυχία αυτή πιστώνεται αποκλειστικά στους εμπόρους της Αθήνας. Όπως και οι ναυτικοί μας, οι «παζαρίτες» όπως τους αποκαλούσαν τότε, ήταν μια κοινωνική τάξη που ξεχώριζε διαχρονικά. Κατόρθωναν παρά την έλλειψη υποδομών και μέσων (φανταστείτε ότι μόλις το 1891 άρχισε να χρησιμοποιείται ο πάγος), να τροφοδοτούν τους Λουκούλλους της πόλης ακόμη και με χαβιάρι!

Ο Παναγιώτης Θανόπουλος ήταν ένας από αυτούς. Τον συναντούμε την «Ρομαντική Περίοδο» (1862-1880) σαν έναν ασήμαντο μπακαλόγατο σ’ ένα μαγαζί της Αιόλου να διαλαλεί την πραμάτεια: «Δώσε, δώσε μικρέ και σε παρακαλώ το καλύτερο!».

Φτωχό παιδί από την ορεινή Αρκαδία, χώθηκε στην αγορά της Αθήνας δουλεύοντας, όπως όλοι οι εργαζόμενοι της εποχής του, για ένα κομμάτι ψωμί. Η μοίρα του όμως φαίνεται ότι είχε γράψει άλλα πράγματα γι’ αυτόν. Το αφεντικό του αρρώστησε και αναγκασμένος να αποχωρήσει προσωρινά, ανέθεσε στον «πιτσιρικά» να φέρει αυτός «βόλτα» το μαγαζί. Ο «πιτσιρικάς» όχι μόνο τα κατάφερε αλλά, όταν μετά από μερικά χρόνια επανήλθε το αφεντικό του, ένιωσε ικανός να ξεκινήσει αυτοδύναμος πια.
Το 1877 ξεκίνησε το δικό του παντοπωλείο στον πιο κεντρικό δρόμο της πόλης: Αιόλου 79 ακριβώς απέναντι από το βασιλικό φαρμακείο. Ας το επισκεφτούμε μαζί με τον ρεπόρτερ της εφημερίδας «Σκριπ», τον Μάιο του 1903.

«Πού είσθε, Λούκουλλοι;
»Αδυνατώ κυριολεκτικώς να περιγράψω τι βλέπω και ζαλίζομαι αληθινά και μου φαίνεται ότι όλα εκείνα τα με ζηλευτήν τάξιν και φιλοκαλίαν σωρευμένα, παρετεταγμένα, στιβαγμένα, το ένα επάνω εις το άλλο, αντικείμενα γυρίζουν γύρω-γύρω, χορεύουν σαν έμψυχα και τα αμέτρητα κουτιά του Νεστλέ, τα απειράριθμα Μποβρίλ, η θαυμάσιες σαρδέλλες εις χίλια είδη, οι γευστικώτατοι αστακοί, τα εις τόνους ολοκλήρους τυριά του, η γραβιέρα, το τσέστερ και το ροκφόρ, και ο βασιλεύς των χαβιαριών πέρνουν ζωήν, κινούνται, εκστρατεύουν και έρχονται... προς το στόμα μου. 
»Μετρώ τουλάχιστον δύο χιλιάδες κουτιά φαρίνας Νεστλέ. Τρεις έως τέσσαρες χιλιάδες κουτιά σαρδέλλες. Χίλιους αστακούς. Χίλια μπουκαλάκια Μποβρίλ. Πέντε χιλιάδες μπουκάλια πίκλες και άλλα τουρσιά. Εκατομμύριον ολόκληρον πακέτων, μικρών και μεγάλων, από τα μικροσκοπικά των 20 λεπτών έως τα κολοσσαία σαν ογκόλιθοι. Άλλος σωρός παρέκει μπουκαλιών με μουστάρδα. Δεξαμεναί που θα τας εζήλευαν και τα θωρηκτά μας με λάδι. Βαρέλια με βούτυρα. Τενεκέδες με βούτυρα ευρωπαϊκά.

»Ακούστε και θαυμάστε
»Όλα από τις εκλεκτότερες μάρκες, όλα από τα εκλεκτότερα είδη, εν αφθονία δε μυθώδη. 
»Διότι ο Θανόπουλος επήγε μόνος του έξω και εδιάλεξε την καλλίτερη μάρκα από κάθε είδος, έφερε δε και είδη που πρώτην φοράν εισάγονται εις την Ελλάδα. Εις χίλια και πλέον ανέρχονται τα είδη, με τα οποία εφόρτωσε το κατάστημά του...
»Υπολογίζω ότι με τας προμηθείας που έχει το κατάστημα αυτό, δύο χιλιάδες μπεμπέδες μπορούν να τραφούν επί μίαν εβδομάδα διά Νεστλέ, δεκαπέντε χιλιάδες άνθρωποι μπορούν να πάρουν για ορεκτικό σαρδέλλες του κουτιού. Χίλιαι οικογένειαι να ποικίλουν το πρόγευμά τους με αστακόν του κουτιού. Χίλια γεροντοπαλλήκαρα να ανακτήσουν σφρίγος νέον με το Μποβρίλ. Και εκατομμύρια άλλοι να ανοίξουν την όρεξίν τους με πίκλες, εληές Καλαμών, μουστάρδες. 
»Αφίνω δε τα τυριά, εις σωρούς κεφαλιών στιβαγμένα, και τον τσίρον του, το θαυμάσιον χαβιάρι, το εν λιπαρά υγρότητι αναπαυόμενον μέσα εις τα κομψά βαρελάκια. 
»Καμαρώστε τάξιν!
»Όλα αυτά φαντασθήτε τα εις σωρούς με γεωμετρικά σχήματα, με πυραμίδας, με κώνους, με τετράγωνα, παρατεταγμένα, ταξινομημένα κατ’ είδος, μέγεθος, χρώμα με ζηλευτήν τάξιν. 
»Εδώ δεξιά, μόλις εισέρχεσθε, ένα περίκομψον τραπέζι, επίμηκες από ωραίον ξύλον με ένα παμμέγιστον πάλλευκον μάρμαρον απαστράπτον. Γύρω γύρω μέσα σε τενεκέδες ωραιοτάτους τα λάδια και τα βούτυρα και τα χαβιάρια και τα τυριά. Το τμήμα των ρευστών αυτό∙ τμηματάρχης ο Χρήστος, ο αρχαιότατος υπάλληλός του, με δύο βοηθούς. 
»Απέναντι ακριβώς είνε το ταμείον, κομψότατον διαμέρισμα από το αυτό ξύλον, με ωραιοτάτας γλυφάς, δύο θυρίδας και ένα τελειότατον χρηματοκιβώτιον διά τας... εισπράξεις. Ταμίας ο, και πρώην τοιούτος, κ. Παναγιώτης. 
»Παρέκει άλλο τμήμα των αποικιακών∙ τμηματάρχης ο επίσης αρχαιότατος υπάλληλός του Κωστής με ένα βοηθόν. 
»Έπειτα το τμήμα των στερεών με τμηματάρχην τον άλλον Κωστήν. Και το τμήμα των οσπρίων, τα οποία δεν θα πωλή πλέον εις χύμα, όπως όλα τα μπακάλικα, αλλά σκευασμένα μέσα εις ωραιότατα πακέτα, δεμένα και ζυγισμένα των εκατό δραμίων μέχρις οκάν. 
»Έτσι θα πωλή κάθε πράγμα που φέρεται εν τω εμπορίω εις χύμα. Πάστες κλ. πρι φιξ δε. Κάθε τενεκές, κάθε μπουκάλι, κάθε κεφάλι τυρί, κάθε πακέτο έχει ένα χαρτάκι με την τιμήν του. 
»Πάει η μπαλάντζα, η ζυγαριά και η σέσουλα και το κατοστάρι και η συμφωνίες. 
»Θα ψωνίζετε, θα σας δίδουν ένα κουπόνι, θα πληρώνετε εις το γκυσσέ, θα φεύγετε και θα τα βρίσκετε εις το σπίτι σας τα ψώνια σταλμένα με το ωραίον καροτσάκι του καταστήματος».

Σ’ αυτό το ρεπορτάζ του 1903 κρύβεται μια παγκόσμια πρωτιά, που δυστυχώς μέσα σ’ όλα τα δεινά της περιόδου δεν αναδείχτηκε όπως έπρεπε, ακόμη κι από τους νεώτερους ερευνητές. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο οξυδερκής αυτός επαγγελματίας εισήγαγε στο λιανικό εμπόριο τις έννοιες της τυποποιημένης συσκευασίας, της αυτοεξυπηρέτησης και της οργανωμένης αποστολής «κατ’ οίκον»! Αρχές, στις οποίες στηρίζεται απόλυτα σήμερα το λιανικό εμπόριο τροφίμων διεθνώς.

Δικαίως λοιπόν ο Τύπος της πόλης του είχε βγάλει το παρατσούκλι «Ο Πατριάρχης των Παντοπωλών» και δεν έπαυε να τον παινεύει για κάθε νέα του πρωτοβουλία.

Αντιγράφουμε: «Πρώτος αυτός εξευγένισε το επάγγελμα και εξωράισε και ευπρέπισε το γιγάντιον κατάστημά του μέχρι μορφής φαρμακείου…». Φυσικά ο Θανόπουλος, φύσις ανήσυχη όπως ήταν, δεν έπαυε να τους τροφοδοτεί με ευχάριστες ειδήσεις. Ξεχωρίζω δύο: Στα μέσα της Belle Époque (1880-1910) αγόρασε στις παραδουνάβιες περιοχές μεγάλες εκτάσεις γης και παρήγαγε ο ίδιος το χαβιάρι που πουλούσε στην Αθήνα.

Το 1911 απασχολήθηκαν στο παντοπωλείο του και οι πρώτες γυναίκες υπάλληλοι. Αν σκεφθεί κανείς το συντηρητικό χάος στις σχέσεις των δύο φύλων που αντιμετώπιζε η Ελληνική Επικράτεια, θα καταλάβει για τι επιχειρηματική οξύνοια μιλάμε.

Ο Παντελής Θανόπουλος που διαδέχτηκε την επιχείρηση, αποδείχτηκε άξιος συνεχιστής.Δημιούργησε στις αρχές της δεκαετίας του 1930, στα Χαυτεία το μεγαλύτερο πολυκατάστημα τροφίμων και ποτών που είχε γνωρίσει ποτέ η Πρωτεύουσα. Μέχρι έτοιμα φαγητά έβρισκε κανείς!. Να πούμε ακόμη ότι ανάμεσα στα αναψυκτικά που προσφερόντουσαν, φιγουράριζε –άλλη μια πρωτιά και αυτή-… ποια άλλη; Η καλή μας Coca Cola!

Και η λαμπρή ιστορία συνεχίζεται..

Ο μικρότερος εκ των υιών, Παύλος Π. Θανόπουλος, έως τότε εργαζόμενος και διευθύνων μαζί με τα αδέρφια του στα πολυκαταστήματα τροφίμων της οικογένειας, αποφασίζει να διευρύνει τις εμπορικές δραστηριότητες. Ως γνώστης πλέον καλά των μηχανημάτων και των ειδών εστίασης και συνεχίζοντας την παράδοση των καινοτομιών, ιδρύει την εταιρεία 6Ε Επαγγελματικός Εξοπλισμός στις αρχές τις δεκαετίας το '70.

Βρίσκεται να είναι αποκλειστικός αντιπρόσωπος και εισαγωγέας ιταλικών μηχανημάτων επεξεργασίας τροφίμων & ψυγείων,πρωτεργάτης και πρωτοπόρος ,ορίζει την νέα μορφή στην αγορά της μαζικής εστίασης.

…Και να σκεφτεί κανείς ότι η ιστορία μας ξεκίνησε κάπου στην Παλιά Αθήνα, μ’ έναν κουρελή μπακαλόγατο να ξελαρυγγίαζεται όλη μέρα:

«Δώσε, δώσε μικρέ και σε παρακαλώ το καλύτερο!»...15124 635978859795825_349897704_n

 

 

 

 

 

 

Αναζήτηση

Τηλεφωνικό Κέντρο

tel-right

Επικοινωνία

CONTACT

Service

SERVICE-right

Ακολουθήστε μας

FACEBOOK
TWITTER